ακονώ

ακονώ
(-άω) (Α ἀκονῶ)
1. ακονίζω, τροχίζω
2. προκαλώ, εξωθώ, εξάπτω
φρ. «ἠκόνησαν ὡς ρομφαίαν τὰς γλώσσας αὐτῶν» (ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκόνη.
ΠΑΡ. ακονητής
αρχ.
ἀκόνησις
μσν.- νεοελλ.
ακονίζω
νεοελλ.
ακόνημα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀκονῶ — ἀ̱κονῶ , ἀκονάω sharpen imperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀκονάω sharpen pres imperat mp 2nd sg ἀκονάω sharpen pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ἀκονάω sharpen pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀκονάω sharpen pres subj… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακονίζω — και ακονώ άω (Α ἀκονῶ) 1. κάνω με το ακόνι κοφτερή την κόψη μεταλλικού οργάνου, τροχίζω «ακονίζω το μαχαίρι» «ἀκονῶ λόγχην» (Ξεν. Κύρ. Παιδ. 6, 2, 33) «ἀκονᾱσθαι μαχαίρας» (Ξεν. Ελλ. 7, 5, 20) 2. οξύνω, ασκώ κάποιον ή κάτι σε κάτι «ακονισμένο… …   Dictionary of Greek

  • ακονητής — ο (Α ἀκονητὴς) [ἀκονῶ] ο ακονιστής* …   Dictionary of Greek

  • ακόνη — η (Α ἀκόνη) εργαλείο που χρησιμοποιείται για να ακονιστούν μαχαίρια, ψαλίδια κ.ά. κοφτερά εργαλεία, δηλαδή για να ξαναγίνει η κόψη τους κοφτερή αρχ. μεταφορικές χρήσεις «δόξαν ἔχω ἀκόνας λιγυρᾱς ἐπὶ γλώσσᾳ», παρακινούμαι να λέω (Πίνδ. Ολ. 6, 82)… …   Dictionary of Greek

  • ακόνημα — το [ακονώ] το ακόνισμα* …   Dictionary of Greek

  • ακόνησις — ἀκόνησις ( εως), η (Α) [ἀκονῶ] το ακόνισμα* …   Dictionary of Greek

  • ανακόνητος — η, ο αυτός που δεν ακονίστηκε, ανακόνιστος, ατρόχιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + ακονώ] …   Dictionary of Greek

  • εξακονώ — ἐξακονῶ, άω (AM) [ακονώ] ακονίζω, τροχίζω …   Dictionary of Greek

  • κατακονώ — κατακονῶ, άω (Μ) 1. ακονίζω 2. φθείρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀκονῶ (< ἀκόνη, ἡ)] …   Dictionary of Greek

  • νεακόνητος — και νεοκόνητος, ον (Α) αυτός που πρόσφατα έχει ακονιστεί («νεακόνητον αἶμα χειροῑν ἔχων», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + ἀκονῶ «ακονίζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”